σκατίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατίλα οι σκατίλες
      γενική της σκατίλας
    αιτιατική τη σκατίλα τις σκατίλες
     κλητική σκατίλα σκατίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκατίλα < σκατό

Ουσιαστικό

σκατίλα θηλυκό

  1. η απωθητική μυρωδιά των κοπράνων
  2. (μεταφορικά) η ηθική σήψη

Μεταφράσεις

→ βλέπε και πιφ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.