ανατριχίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανατριχίλα | οι | ανατριχίλες |
| γενική | της | ανατριχίλας | — | |
| αιτιατική | την | ανατριχίλα | τις | ανατριχίλες |
| κλητική | ανατριχίλα | ανατριχίλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανατριχίλα < ανατριχιάζω + -ίλα
Ουσιαστικό
ανατριχίλα θηλυκό
- η αίσθηση που βιώνουμε όταν ανατριχιάζουμε, όταν αισθανόμαστε να σηκώνεται η τρίχα μας από φόβο, φρίκη, κρύο ή ερωτική διέγερση
- Η "Μεγάλη Ανατριχίλα" είναι έργο του 1983 αλλά παραμένει επίκαιρη
- η αίσθηση που έχουμε όταν ανεβάζουμε πυρετό, όταν νιώθουμε ένα ήπιο τρέμουλο, μπιμπικιάζουμε και νιώθουμε να ορθώνονται οι τρίχες μας, όπως όταν κρυώνουμε
- Εχω ανατριχίλες. Λες να ανεβάζω πυρετό;
Μεταφράσεις
ανατριχίλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.