καμαρίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμαρίλα | οι | καμαρίλες |
| γενική | της | καμαρίλας | — | |
| αιτιατική | την | καμαρίλα | τις | καμαρίλες |
| κλητική | καμαρίλα | καμαρίλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμαρίλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ή (άμεσο δάνειο) ισπανική camarilla (δωμάτιο) < λατινική camara (αψίδα, θόλος)
- Η λέξη πρωτοεμφανίστηκε το 1814 περιγράφοντας τον κύκλο προσώπων που περιστοίχιζαν το βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδο Ζ΄, οι οποίοι συνεδρίαζαν μυστικά στον αντιθάλαμο (camarilla) παραπλεύρως της βασιλικής αίθουσας και ασκούσαν ισχυρή επιρροή στις βασιλικές αποφάσεις. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
καμαρίλα θηλυκό
- το σύνολο των ανεπίσημων μυστικοσυμβούλων, που παρασκηνιακά ασκούν εξουσία, επηρεάζοντας ως προς τη λήψη αποφάσεων ένα ισχυρό άτομο, που έχει συνήθως πολλές δικαιοδοσίες. Οι μυστικοσύμβουλοι, οι συμβουλάτορες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.