τραγίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγίλα οι τραγίλες
      γενική της τραγίλας
    αιτιατική την τραγίλα τις τραγίλες
     κλητική τραγίλα τραγίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραγίλα < τράγος + -ίλα

Ουσιαστικό

τραγίλα θηλυκό

  1. (γενικότερα) βαρβατίλα
  2. (ειδικότερα) η μυρωδιά τράγου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.