σαπίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαπίλα | οι | σαπίλες |
| γενική | της | σαπίλας | — | |
| αιτιατική | τη | σαπίλα | τις | σαπίλες |
| κλητική | σαπίλα | σαπίλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαπίλα < σάπ(ιος) + -ίλα < μεσαιωνική ελληνική σάπιος < σαπίζω < αρχαία ελληνική σήπομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈpi.la/
Ουσιαστικό
σαπίλα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η κατάσταση και η ιδιότητα του σάπιου
- (μεταφορικά) σήψη και διαφθορά σε ηθικό επίπεδο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σάπιος
Μεταφράσεις
σαπίλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.