βαρβατίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρβατίλα οι βαρβατίλες
      γενική της βαρβατίλας
    αιτιατική τη βαρβατίλα τις βαρβατίλες
     κλητική βαρβατίλα βαρβατίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρβατίλα < βαρβάτ(ος) + -ίλα

Ουσιαστικό

βαρβατίλα θηλυκό

  1. η δυσοσμία αρσενικών ζώων την εποχή του ζευγαρώματος
  2. (για άνδρες) η κακοσμία που προέρχεται από την απλυσιά
  3. (μεταφορικά) η προσπάθεια επίδειξης ανδρισμού

Συνώνυμα

  • αντρίλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.