βαρβατίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρβατίλα | οι | βαρβατίλες |
| γενική | της | βαρβατίλας | — | |
| αιτιατική | τη | βαρβατίλα | τις | βαρβατίλες |
| κλητική | βαρβατίλα | βαρβατίλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρβατίλα < βαρβάτ(ος) + -ίλα
Ουσιαστικό
βαρβατίλα θηλυκό
- η δυσοσμία αρσενικών ζώων την εποχή του ζευγαρώματος
- (για άνδρες) η κακοσμία που προέρχεται από την απλυσιά
- (μεταφορικά) η προσπάθεια επίδειξης ανδρισμού
Συνώνυμα
- αντρίλα
Μεταφράσεις
βαρβατίλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.