κρεμμυδίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρεμμυδίλα | οι | κρεμμυδίλες |
| γενική | της | κρεμμυδίλας | — | |
| αιτιατική | την | κρεμμυδίλα | τις | κρεμμυδίλες |
| κλητική | κρεμμυδίλα | κρεμμυδίλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρεμμυδίλα < κρεμμύδ(ι) + -ίλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾe.miˈði.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρεμ‐μυ‐δί‐λα
- κρομμυδίλα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρεμμύδι
Μεταφράσεις
κρεμμυδίλα
|
|
Πηγές
- κρεμμυδίλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κρεμμυδίλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.