πιπίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιπίλα | οι | πιπίλες |
| γενική | της | πιπίλας | των | πιπίλων |
| αιτιατική | την | πιπίλα | τις | πιπίλες |
| κλητική | πιπίλα | πιπίλες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια πιπίλα.
Ετυμολογία
- πιπίλα < πιπιλ(ίζω) + κατάληξη θηλυκού -α (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < μεσαιωνική ελληνική πιπιλίζω[2] < λατινική pipilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος pipilo[3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈpi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐πί‐λα
Ουσιαστικό
πιπίλα θηλυκό
- το πλαστικό ομοίωμα θηλής που λειτουργεί ως υποκατάστατο της μητρικής θηλής για τα μωρά
- το πλαστικό εξάρτημα για μπιμπερό από όπου πίνεται το περιεχόμενο
- οτιδήποτε χρησιμεύει για πιπίλισμα
- (μεταφορικά) το επαναλαμβανόμενη αναφορά σε κάτι, που καταντάει κουραστική
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πιπίλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πιπιλίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- «με επίδραση του μεσαιωνικού πιπίζω (βυζαίνω, ρουφώ)». Βλ. πιπίλα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.