νίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νίλα οι νίλες
      γενική της νίλας
    αιτιατική τη νίλα τις νίλες
     κλητική νίλα νίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νίλα < λατινική nila,[1] πληθυντικός αριθμός του nilum < nihilum < ne- +‎ hilum (ασήμαντο, τιποτένιο)

Ουσιαστικό

νίλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.