ψώνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψώνιο | τα | ψώνια |
| γενική | του | ψώνιου | των | ψώνιων |
| αιτιατική | το | ψώνιο | τα | ψώνια |
| κλητική | ψώνιο | ψώνια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. Η γενική ενικού και πληθυντικού δε συνηθίζεται για τη σημασία «αυτά που αγόρασα». | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψώνιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψώνι(ν) < ελληνιστική κοινή ὀψώνιον < αρχαία ελληνική ὀψώνης < ὄψον + ὠνέομαι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpso.ɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψώ‐νιο
Ουσιαστικό
ψώνιο ουδέτερο
- (κυρίως στον πληθυντικό) ψώνια: αυτό που αγοράζει κάποιος
- (μεταφορικά) ο εγωπαθής, αυτάρεσκος
- (μεταφορικά) αυτός που είναι αφελής ή που για διάφορους λόγους δεν έχει μέτρο του εαυτού του
- αυτός που παθιάζεται υπερβολικά με μια τέχνη ή κατάσταση
- ↪ Ρώτα τον Κώστα γιατί είναι ψώνιο με τη ροκ, κι αν δεν ξέρει αυτός πότε κυκλοφόρησε το cd, τότε δεν το ξέρει κανένας.
- ψώνι (ιδιωματικό)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ό,τι αγοράζει κάποιος
|
Αναφορές
- ψώνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.