ὄψον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὄψον τὰ ὄψ
      γενική τοῦ ὄψου τῶν ὄψων
      δοτική τῷ ὄψ τοῖς ὄψοις
    αιτιατική τὸ ὄψον τὰ ὄψ
     κλητική ! ὄψον ὄψ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄψω
γεν-δοτ τοῖν  ὄψοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄψον, ήδη ομηρικό < θέμα ὀψ-, όπως και στο επίρρημα ὀψέ (αργά, μετά από καιρό, απόψε πιθανόν και: επιπλέον) . Η ετυμολόγηση του θέματος, με πολλές εκδοχές. Πιθανόν, συσχετίζεται με το αρχαίο ὀπί, μυκηναϊκή 𐀃𐀠 (o-pi) (δείτε ὄπισθεν), ή με λατινικές προθέσεις όπως ob, op. Δε θεωρείται ικανοποιητική πλέον η παλιότερη πρόταση για σύνδεση με το ψῆν (απαρέμφατο του *ψήω), ψωμός, ψήχω.[1]

Ουσιαστικό

ὄψον ουδέτερο

  1. (αρχική σημασία) προσφάγι
  2. τροφή
  3. (γαστρονομία) έδεσμα
  4. καρύκευμα
  5. (ιχθυολογία) ψάρι
     συνώνυμα: ἰχθύς, ὀψάριον
  6. ιχθυοπωλείο, ιχθυαγορά

Σύνθετα

  • ὀψάριον
  • ὀψαρτυτής
  • ὀψώνιον
  • ὀψοφαγέω
  • ὀψοφαγία
  • ὀψόφαγος
  • ὀψοφάγος
  • ὀψοφόρος
  • ὀψολογία
  • ὀψολόγος
  • ὀψονόμος
  • ὀψοποιέομαι
  • ὀψοποιέω
  • ὀψοποιία
  • ὀψοποιητικός
  • ὀψοποιικός
  • ὀψοποιός
  • ὀψοπωλία
  • ὀψωνέω
  • ὀψώνης
  • ὀψωνία
  • ὀψωνιάζω
  • ὀψωνιασμός

Αναφορές

  1. ψάρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.