εγωπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγωπαθής | η | εγωπαθής | το | εγωπαθές |
| γενική | του | εγωπαθούς* | της | εγωπαθούς | του | εγωπαθούς |
| αιτιατική | τον | εγωπαθή | την | εγωπαθή | το | εγωπαθές |
| κλητική | εγωπαθή(ς) | εγωπαθής | εγωπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγωπαθείς | οι | εγωπαθείς | τα | εγωπαθή |
| γενική | των | εγωπαθών | των | εγωπαθών | των | εγωπαθών |
| αιτιατική | τους | εγωπαθείς | τις | εγωπαθείς | τα | εγωπαθή |
| κλητική | εγωπαθείς | εγωπαθείς | εγωπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- ψωνάρα/ψώνιο
- αυτάρεσκος
- εγωιστής (η λέξη αυτή νοηματικά δεν ταυτίζεται όμως)
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.