ψώνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψώνισμα τα ψωνίσματα
      γενική του ψωνίσματος των ψωνισμάτων
    αιτιατική το ψώνισμα τα ψωνίσματα
     κλητική ψώνισμα ψωνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψώνισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ψώνισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του ψωνίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.