ψώνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψώνι | τα | ψώνια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ψώνι | τα | ψώνια |
| κλητική | ψώνι | ψώνια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψώνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψώνι(ν) < ελληνιστική κοινή ὀψώνιον < αρχαία ελληνική ὀψώνης < ὄψον + ὠνέομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.