ψωνιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψωνιστής οι ψωνιστές
      γενική του ψωνιστή των ψωνιστών
    αιτιατική τον ψωνιστή τους ψωνιστές
     κλητική ψωνιστή ψωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωνιστής < μεσαιωνική ελληνική ψωνιστής

Ουσιαστικό

ψωνιστής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.