αυτάρεσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτάρεσκος | η | αυτάρεσκη | το | αυτάρεσκο |
| γενική | του | αυτάρεσκου | της | αυτάρεσκης | του | αυτάρεσκου |
| αιτιατική | τον | αυτάρεσκο | την | αυτάρεσκη | το | αυτάρεσκο |
| κλητική | αυτάρεσκε | αυτάρεσκη | αυτάρεσκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτάρεσκοι | οι | αυτάρεσκες | τα | αυτάρεσκα |
| γενική | των | αυτάρεσκων | των | αυτάρεσκων | των | αυτάρεσκων |
| αιτιατική | τους | αυτάρεσκους | τις | αυτάρεσκες | τα | αυτάρεσκα |
| κλητική | αυτάρεσκοι | αυτάρεσκες | αυτάρεσκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτάρεσκος < (ελληνιστική κοινή) αὐτάρεσκος
Επίθετο
αυτάρεσκος, -η, -ο
- (για πρόσωπο) που ευχαριστιέται θαυμάζοντας τον εαυτό του και τις πραγματικές ή υποθετικές αρετές του
- (για ενέργεια ή στάση) που ταιριάζει σε ένα τέτοιο άτομο, που δείχνει αυταρέσκεια
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.