ὀψώνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀψώνιον τὰ ὀψώνι
      γενική τοῦ ὀψωνίου τῶν ὀψωνίων
      δοτική τῷ ὀψωνί τοῖς ὀψωνίοις
    αιτιατική τὸ ὀψώνιον τὰ ὀψώνι
     κλητική ! ὀψώνιον ὀψώνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀψωνίω
γεν-δοτ τοῖν  ὀψωνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀψώνιον < ὀψωνέω

Ουσιαστικό

ὀψώνιον

  1. (συνήθως πληθυντικός) προμήθειες, ζωοτροφές
  2. σιτηρέσιο στρατεύματος
  3. (μεταφορικά) μισθός, (αντ)αμοιβή
    τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος (Προς Ρωμαίους, 6, 23)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.