fan

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

fan (en)

  1. ο ανεμιστήρας, ο αεριστήρας
    an electric fan - ηλεκτρικός ανεμιστήρας
  2. η βεντάλια
  3. οτιδήποτε θυμίζει μια βεντάλια

Ρήμα

ενεστώτας fan
γ΄ ενικό ενεστώτα fans
αόριστος fanned
παθητική μετοχή fanned
ενεργητική μετοχή fanning

fan (en)

  • αερίζω
    He fanned his face with a newspaper.
    Αέριζε το πρόσωπό του με μια εφημερίδα.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

fan (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
fan fans

Ουσιαστικό

fan (fr) αρσενικό ή θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.