αψώνιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψώνιστος η αψώνιστη το αψώνιστο
      γενική του αψώνιστου της αψώνιστης του αψώνιστου
    αιτιατική τον αψώνιστο την αψώνιστη το αψώνιστο
     κλητική αψώνιστε αψώνιστη αψώνιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψώνιστοι οι αψώνιστες τα αψώνιστα
      γενική των αψώνιστων των αψώνιστων των αψώνιστων
    αιτιατική τους αψώνιστους τις αψώνιστες τα αψώνιστα
     κλητική αψώνιστοι αψώνιστες αψώνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αψώνιστος < α- + ψωνίζω + -τος

Επίθετο

αψώνιστος

  1. που δεν τον έχουν ψωνίσει
  2. που δεν την έχει ψωνίσει

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.