ψώνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ψώνια | ||
| γενική | των | (ψώνιων) | ||
| αιτιατική | τα | ψώνια | ||
| κλητική | ψώνια | |||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψώνια < πληθυντικός αριθμός του ψώνιο < μεσαιωνική ελληνική ψώνι(ν) < ελληνιστική κοινή ὀψώνιον < αρχαία ελληνική ὀψώνης < ὄψον + ὠνέομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpso.ɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψώ‐νια
Ουσιαστικό
ψώνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αγορά (επίσημο)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ψώνι, ψώνιο - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.