ψήνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψήνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψήνω (και ψένω) < από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος του αρχαίου ἕψω (μαγειρεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpsi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψήνο

Ρήμα

ψήνω, αόρ.: έψησα, παθ.φωνή: ψήνομαι, π.αόρ.: ψήθηκα, μτχ.π.π.: ψημένος

  1. επεξεργάζομαι κάτι εκθέτοντάς το στη φωτιά
  2. παρασκευάζω φαγητό ή ποτό βάζοντάς το στη φωτιά απευθείας ή σε κάποιο σκεύος
    Το φαγητό ψήνεται στους 200 βαθμούς για δύο ώρες.
     δείτε και μαγειρεύω
  3. για φαγητό που ετοιμάζεται στο φούρνο ή στα κάρβουνα
  4. (για μέταλλο) το σκληρύνω, βυθίζοντάς το σε κρύο νερό αμέσως μετά την έξοδό του από τον φούρνο, ώστε να σκληρυνθεί και να γίνει ταυτόχρονα ελαστικό
  5. (μεταφορικά) με ζεσταίνει υπερβολικά κάτι
  6. (κατ’ επέκταση) έχω υπερβολικά μεγάλη θερμοκρασία σώματος
    ψήνομαι στον πυρετό
  7. (μεταφορικά) βασανίζω, τυραννώ, ταλαιπωρώ, κυρίως με έκθεση σε μεγάλες θερμοκρασίες
    Οι οικοδόμοι ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο.
  8. (μεταφορικά) πείθω κάποιον επιδέξια να κάνει αυτό που θέλω
     δείτε και το παθητικό ψήνομαι

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.