ψωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψωνίζω < μεσαιωνική ελληνική ψωνίζω < (ελληνιστική κοινή) ὀψωνίζομαι (προμηθεύομαι) < αρχ. ελλην. ὄψον (τρόφιμο) + ὠνέομαι (αγοράζω και εμπορεύομαι)
Ρήμα
ψωνίζω
- αγοράζω, προμηθεύομαι
- επιλέγω επαγγελματία εραστή, συνήθως από τον δρόμο
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) κολλάω (ασθένεια)
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) βρίσκω, πετυχαίνω
- την ψωνίζω: αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου
Εκφράσεις
- την ψωνίζω:
- αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου
- την ψώνισε και θέλει να γίνει δήμαρχος
- τρελαίνομαι (συμπεριφέρομαι ακατάληπτα - σύμφωνα με την κρίση των άλλων)
- την ψώνισε και μονάζει στ' Άγιο Όρος
- παθιάζομαι (με κάτι)
- την ψώνισε με την μικρούλα
- αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψωνίζω | ψώνιζα | θα ψωνίζω | να ψωνίζω | ψωνίζοντας | |
| β' ενικ. | ψωνίζεις | ψώνιζες | θα ψωνίζεις | να ψωνίζεις | ψώνιζε | |
| γ' ενικ. | ψωνίζει | ψώνιζε | θα ψωνίζει | να ψωνίζει | ||
| α' πληθ. | ψωνίζουμε | ψωνίζαμε | θα ψωνίζουμε | να ψωνίζουμε | ||
| β' πληθ. | ψωνίζετε | ψωνίζατε | θα ψωνίζετε | να ψωνίζετε | ψωνίζετε | |
| γ' πληθ. | ψωνίζουν(ε) | ψώνιζαν ψωνίζαν(ε) |
θα ψωνίζουν(ε) | να ψωνίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψώνισα | θα ψωνίσω | να ψωνίσω | ψωνίσει | ||
| β' ενικ. | ψώνισες | θα ψωνίσεις | να ψωνίσεις | ψώνισε | ||
| γ' ενικ. | ψώνισε | θα ψωνίσει | να ψωνίσει | |||
| α' πληθ. | ψωνίσαμε | θα ψωνίσουμε | να ψωνίσουμε | |||
| β' πληθ. | ψωνίσατε | θα ψωνίσετε | να ψωνίσετε | ψωνίστε | ||
| γ' πληθ. | ψώνισαν ψωνίσαν(ε) |
θα ψωνίσουν(ε) | να ψωνίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψωνίσει | είχα ψωνίσει | θα έχω ψωνίσει | να έχω ψωνίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψωνίσει | είχες ψωνίσει | θα έχεις ψωνίσει | να έχεις ψωνίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψωνίσει | είχε ψωνίσει | θα έχει ψωνίσει | να έχει ψωνίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψωνίσει | είχαμε ψωνίσει | θα έχουμε ψωνίσει | να έχουμε ψωνίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψωνίσει | είχατε ψωνίσει | θα έχετε ψωνίσει | να έχετε ψωνίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψωνίσει | είχαν ψωνίσει | θα έχουν ψωνίσει | να έχουν ψωνίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.