ψηλά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐λά
- ομόηχο: ψιλά
Επίρρημα
ψηλά (τοπικό επίρρημα)
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- τον πήρε ψηλά τον αμανέ
- χέσε ψηλά κι αγνάντευε
- ψηλά τα χέρια!
Παράγωγα
- ψηλούτσικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψηλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ψηλό) του ψηλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.