ψηλά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψηλά < ψηλ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψηλά
ομόηχο: ψιλά

Επίρρημα

ψηλά (τοπικό επίρρημα)

  1. (τοπικά) σε μεγάλο ύψος
    Το έβαλες πολύ ψηλά το βιβλίο και δεν το φτάνω, χρειάζομαι σκάλα.
  2. (για ήχους) σε υψηλή συχνότητα
    Είχε φωνή σοπράνο που έφτανε πολύ ψηλά.
     αντώνυμα: χαμηλά, βαθιά
  3. (μεταφορικά) σε υψηλή θέση
    Αυτό το παιδί θα φτάσει πολύ ψηλά. (θα διακριθεί)

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Παράγωγα

  • ψηλούτσικα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψηλά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.