ὕψος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὑψεσ-
ονομαστική τὸ ὕψος τὰ ὕψη - ὕψε
      γενική τοῦ ὕψους - ὕψεος τῶν ὑψῶν - ὑψέων
      δοτική τῷ ὕψει - ὕψεῐ̈ τοῖς ὕψεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ὕψος τὰ ὕψη - ὕψεα
     κλητική ! ὕψος ὕψη - ὕψεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὕψει - ὕψεε
γεν-δοτ τοῖν  ὑψοῖν - ὑψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὕψος < θέμα όπως στο επίρρημα ὕψι με βάση τον υπερθετικό ὕψιστος. Συγγενές του ὑπέρ. [1]

Ουσιαστικό

ὕψος ουδέτερο

  1. ύψος
  2. κορυφή, κορωνίδα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ο,η ὑψηλόκρημνος, το ὑψηλόκρημνον
  • ο,η ὑψηλολόγος, το ὑψηλολόγον
  • ο,η ὑψηλόνους και ὑψηλόνοος, το υψηλόνουν
  • ο,η ὑψηλόφρων
  • ὑψηλοφρονέω
  • ὑψηλοφροσύνη

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.