ψηλή
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
psiˈli
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ψη
‐
λή
ομόηχα
:
ψηλοί
,
ψιλή
,
ψιλοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψηλή
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
θηλυκού
γένους
του
ψηλός
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.