ψηλοκρεμαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηλοκρεμαστός η ψηλοκρεμαστή το ψηλοκρεμαστό
      γενική του ψηλοκρεμαστού της ψηλοκρεμαστής του ψηλοκρεμαστού
    αιτιατική τον ψηλοκρεμαστό την ψηλοκρεμαστή το ψηλοκρεμαστό
     κλητική ψηλοκρεμαστέ ψηλοκρεμαστή ψηλοκρεμαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηλοκρεμαστοί οι ψηλοκρεμαστές τα ψηλοκρεμαστά
      γενική των ψηλοκρεμαστών των ψηλοκρεμαστών των ψηλοκρεμαστών
    αιτιατική τους ψηλοκρεμαστούς τις ψηλοκρεμαστές τα ψηλοκρεμαστά
     κλητική ψηλοκρεμαστοί ψηλοκρεμαστές ψηλοκρεμαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψηλοκρεμαστός < ψηλός + κρεμαστός

Επίθετο

ψηλοκρεμαστός, -ή, -ό

  1. (αθλητισμός) που ρίχνεται ψηλά σαν να επρόκειτο να κρεμαστεί κάπου
    ψηλοκρεμαστό σουτ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.