ανάστημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάστημα τα αναστήματα
      γενική του αναστήματος των αναστημάτων
    αιτιατική το ανάστημα τα αναστήματα
     κλητική ανάστημα αναστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάστημα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀνάστημα

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈna.sti.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανάστημα

Ουσιαστικό

ανάστημα ουδέτερο

  1. το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής
     συνώνυμα: κορμοστασιά, μπόι
  2. (μεταφορικά) η υπόσταση, το σύνολο των ηθικών ικανοτήτων κάποιου
     συνώνυμα: αξία, εντιμότητα, επίπεδο, σθένος
    το ηθικό ανάστημα, το επιστημονικό ανάστημα


Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.