ψηλοτάβανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηλοτάβανος | η | ψηλοτάβανη | το | ψηλοτάβανο |
| γενική | του | ψηλοτάβανου | της | ψηλοτάβανης | του | ψηλοτάβανου |
| αιτιατική | τον | ψηλοτάβανο | την | ψηλοτάβανη | το | ψηλοτάβανο |
| κλητική | ψηλοτάβανε | ψηλοτάβανη | ψηλοτάβανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηλοτάβανοι | οι | ψηλοτάβανες | τα | ψηλοτάβανα |
| γενική | των | ψηλοτάβανων | των | ψηλοτάβανων | των | ψηλοτάβανων |
| αιτιατική | τους | ψηλοτάβανους | τις | ψηλοτάβανες | τα | ψηλοτάβανα |
| κλητική | ψηλοτάβανοι | ψηλοτάβανες | ψηλοτάβανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψηλοτάβανος, -η, -ο
- τα παλιά νεοκλασικά σπίτια, σε αντίθεση με τα σημερινά διαμερίσματα, ήταν ψηλοτάβανα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.