ψηλόπλωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηλόπλωρος | η | ψηλόπλωρη | το | ψηλόπλωρο |
| γενική | του | ψηλόπλωρου | της | ψηλόπλωρης | του | ψηλόπλωρου |
| αιτιατική | τον | ψηλόπλωρο | την | ψηλόπλωρη | το | ψηλόπλωρο |
| κλητική | ψηλόπλωρε | ψηλόπλωρη | ψηλόπλωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηλόπλωροι | οι | ψηλόπλωρες | τα | ψηλόπλωρα |
| γενική | των | ψηλόπλωρων | των | ψηλόπλωρων | των | ψηλόπλωρων |
| αιτιατική | τους | ψηλόπλωρους | τις | ψηλόπλωρες | τα | ψηλόπλωρα |
| κλητική | ψηλόπλωροι | ψηλόπλωρες | ψηλόπλωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψηλόπλωρος, -η, -ο {λόγιο: υψίπρωρος)
- (ναυτικός όρος): αυτός που φέρει ψηλή πλώρη
- ιδιαίτερα ψηλόπλωρα είναι τα δεξαμενόπλοια, τα ναυαγοσωστικά, καθώς και κάποια φορτηγά πλοία ειδικών μεταφορών
Αντώνυμα
- χαμηλόπλωρος
Μεταφράσεις
ψηλόπλωρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.