ψηλόπρυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηλόπρυμος | η | ψηλόπρυμη | το | ψηλόπρυμο |
| γενική | του | ψηλόπρυμου | της | ψηλόπρυμης | του | ψηλόπρυμου |
| αιτιατική | τον | ψηλόπρυμο | την | ψηλόπρυμη | το | ψηλόπρυμο |
| κλητική | ψηλόπρυμε | ψηλόπρυμη | ψηλόπρυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηλόπρυμοι | οι | ψηλόπρυμες | τα | ψηλόπρυμα |
| γενική | των | ψηλόπρυμων | των | ψηλόπρυμων | των | ψηλόπρυμων |
| αιτιατική | τους | ψηλόπρυμους | τις | ψηλόπρυμες | τα | ψηλόπρυμα |
| κλητική | ψηλόπρυμοι | ψηλόπρυμες | ψηλόπρυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψηλόπρυμος, -η, -ο {λόγιο: υψίπρυμνος)
- (ναυτικός όρος): αυτός που φέρει ψηλή πρύμη
- ιδιαίτερα ψηλόπρυμα ήταν τα ιστιοφόρα πλοία του 16ου και 17ου αιώνα
Αντώνυμα
- χαμηλόπρυμος
Μεταφράσεις
ψηλόπρυμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.