χρέωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρέωση οι χρεώσεις
      γενική της χρέωσης* των χρεώσεων
    αιτιατική τη χρέωση τις χρεώσεις
     κλητική χρέωση χρεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρέωση <  δείτε τις λέξεις χρεώνω και -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxɾe.o.si/

Ουσιαστικό

χρέωση θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.