πίστωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίστωση οι πιστώσεις
      γενική της πίστωσης* των πιστώσεων
    αιτιατική την πίστωση τις πιστώσεις
     κλητική πίστωση πιστώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιστώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίστωση < αρχαία ελληνική πίστωσις < πιστόω

Ουσιαστικό

πίστωση θηλυκό

  1. (οικονομία) παροχή χρημάτων με τη μορφή δανείου
  2. (οικονομία) παροχή εμπορευμάτων με μελλοντική πληρωμή (επί πιστώσει)
  3. (λογιστική) εγγραφή σε λογιστικό βιβλίο ποσού σε χρέωση κάποιου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.