πιστώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πιστώνω < πιστόω < πίστις

Ρήμα

πιστώνω, πρτ.: πίστωνα, στ.μέλλ.: θα πιστώσω, αόρ.: πίστωσα, παθ.φωνή: πιστώνομαι, μτχ.π.π.: πιστωμένος

  1. παρέχω πίστωση
  2. εγγράφω σε λογαριασμό κάποιου ένα χρηματικό ποσό που πρέπει ή μπορεί να πληρωθεί σε αυτόν όταν το ζητήσει
  3. καταλογίζω κάτι στα θετικά ενός ανθρώπου

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.