ευθύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθύνη οι ευθύνες
      γενική της ευθύνης των ευθυνών
    αιτιατική την ευθύνη τις ευθύνες
     κλητική ευθύνη ευθύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθύνη < (ελληνιστική κοινή) εὐθύνη < αρχαία ελληνική εὔθυνα (γενική: εὐθύνης) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική responsabilité)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈfθi.ni/

Ουσιαστικό

ευθύνη θηλυκό

  1. οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από μια θέση που κατέχει κάποιος ή μια ιδιότητα που έχει
  2. η υποχρέωση εκπλήρωσης των καθηκόντων και λογοδοσίας ή απολογίας για τις σχετικές ενέργειες
  3. αρμοδιότητα
  4. υπαιτιότητα, ενοχή

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.