υποχρεωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποχρεωτικός η υποχρεωτική το υποχρεωτικό
      γενική του υποχρεωτικού της υποχρεωτικής του υποχρεωτικού
    αιτιατική τον υποχρεωτικό την υποχρεωτική το υποχρεωτικό
     κλητική υποχρεωτικέ υποχρεωτική υποχρεωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποχρεωτικοί οι υποχρεωτικές τα υποχρεωτικά
      γενική των υποχρεωτικών των υποχρεωτικών των υποχρεωτικών
    αιτιατική τους υποχρεωτικούς τις υποχρεωτικές τα υποχρεωτικά
     κλητική υποχρεωτικοί υποχρεωτικές υποχρεωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποχρεωτικός < υποχρέωση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obligatoire)

Επίθετο

υποχρεωτικός, -ή, ό

  1. που επιβάλλεται από υποχρέωση ή από ανάγκη
  2. που μας δημιουργεί το αίσθημα της υποχρέωσης, περιποιητικός, εξυπηρετικός

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.