υποχρεωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποχρεωτικός | η | υποχρεωτική | το | υποχρεωτικό |
| γενική | του | υποχρεωτικού | της | υποχρεωτικής | του | υποχρεωτικού |
| αιτιατική | τον | υποχρεωτικό | την | υποχρεωτική | το | υποχρεωτικό |
| κλητική | υποχρεωτικέ | υποχρεωτική | υποχρεωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποχρεωτικοί | οι | υποχρεωτικές | τα | υποχρεωτικά |
| γενική | των | υποχρεωτικών | των | υποχρεωτικών | των | υποχρεωτικών |
| αιτιατική | τους | υποχρεωτικούς | τις | υποχρεωτικές | τα | υποχρεωτικά |
| κλητική | υποχρεωτικοί | υποχρεωτικές | υποχρεωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποχρεωτικός < υποχρέωση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obligatoire)
Επίθετο
υποχρεωτικός, -ή, ό
- που επιβάλλεται από υποχρέωση ή από ανάγκη
- που μας δημιουργεί το αίσθημα της υποχρέωσης, περιποιητικός, εξυπηρετικός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
που επιβάλλεται
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.