υπερχρεώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
υπερχρεώνω, αόρ.: υπερχρέωσα, παθ.φωνή: υπερχρεώνομαι, π.αόρ.: υπερχρεώθηκα, μτχ.π.π.: υπερχρεωμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερχρεώνω | υπερχρέωνα | θα υπερχρεώνω | να υπερχρεώνω | υπερχρεώνοντας | |
| β' ενικ. | υπερχρεώνεις | υπερχρέωνες | θα υπερχρεώνεις | να υπερχρεώνεις | υπερχρέωνε | |
| γ' ενικ. | υπερχρεώνει | υπερχρέωνε | θα υπερχρεώνει | να υπερχρεώνει | ||
| α' πληθ. | υπερχρεώνουμε | υπερχρεώναμε | θα υπερχρεώνουμε | να υπερχρεώνουμε | ||
| β' πληθ. | υπερχρεώνετε | υπερχρεώνατε | θα υπερχρεώνετε | να υπερχρεώνετε | υπερχρεώνετε | |
| γ' πληθ. | υπερχρεώνουν(ε) | υπερχρέωναν υπερχρεώναν(ε) |
θα υπερχρεώνουν(ε) | να υπερχρεώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερχρέωσα | θα υπερχρεώσω | να υπερχρεώσω | υπερχρεώσει | ||
| β' ενικ. | υπερχρέωσες | θα υπερχρεώσεις | να υπερχρεώσεις | υπερχρέωσε | ||
| γ' ενικ. | υπερχρέωσε | θα υπερχρεώσει | να υπερχρεώσει | |||
| α' πληθ. | υπερχρεώσαμε | θα υπερχρεώσουμε | να υπερχρεώσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερχρεώσατε | θα υπερχρεώσετε | να υπερχρεώσετε | υπερχρεώστε | ||
| γ' πληθ. | υπερχρέωσαν υπερχρεώσαν(ε) |
θα υπερχρεώσουν(ε) | να υπερχρεώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερχρεώσει | είχα υπερχρεώσει | θα έχω υπερχρεώσει | να έχω υπερχρεώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερχρεώσει | είχες υπερχρεώσει | θα έχεις υπερχρεώσει | να έχεις υπερχρεώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερχρεώσει | είχε υπερχρεώσει | θα έχει υπερχρεώσει | να έχει υπερχρεώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερχρεώσει | είχαμε υπερχρεώσει | θα έχουμε υπερχρεώσει | να έχουμε υπερχρεώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερχρεώσει | είχατε υπερχρεώσει | θα έχετε υπερχρεώσει | να έχετε υπερχρεώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερχρεώσει | είχαν υπερχρεώσει | θα έχουν υπερχρεώσει | να έχουν υπερχρεώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερχρεώνομαι | υπερχρεωνόμουν(α) | θα υπερχρεώνομαι | να υπερχρεώνομαι | ||
| β' ενικ. | υπερχρεώνεσαι | υπερχρεωνόσουν(α) | θα υπερχρεώνεσαι | να υπερχρεώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | υπερχρεώνεται | υπερχρεωνόταν(ε) | θα υπερχρεώνεται | να υπερχρεώνεται | ||
| α' πληθ. | υπερχρεωνόμαστε | υπερχρεωνόμαστε υπερχρεωνόμασταν |
θα υπερχρεωνόμαστε | να υπερχρεωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπερχρεώνεστε | υπερχρεωνόσαστε υπερχρεωνόσασταν |
θα υπερχρεώνεστε | να υπερχρεώνεστε | (υπερχρεώνεστε) | |
| γ' πληθ. | υπερχρεώνονται | υπερχρεώνονταν υπερχρεωνόντουσαν |
θα υπερχρεώνονται | να υπερχρεώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερχρεώθηκα | θα υπερχρεωθώ | να υπερχρεωθώ | υπερχρεωθεί | ||
| β' ενικ. | υπερχρεώθηκες | θα υπερχρεωθείς | να υπερχρεωθείς | υπερχρεώσου | ||
| γ' ενικ. | υπερχρεώθηκε | θα υπερχρεωθεί | να υπερχρεωθεί | |||
| α' πληθ. | υπερχρεωθήκαμε | θα υπερχρεωθούμε | να υπερχρεωθούμε | |||
| β' πληθ. | υπερχρεωθήκατε | θα υπερχρεωθείτε | να υπερχρεωθείτε | υπερχρεωθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπερχρεώθηκαν υπερχρεωθήκαν(ε) |
θα υπερχρεωθούν(ε) | να υπερχρεωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπερχρεωθεί | είχα υπερχρεωθεί | θα έχω υπερχρεωθεί | να έχω υπερχρεωθεί | υπερχρεωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπερχρεωθεί | είχες υπερχρεωθεί | θα έχεις υπερχρεωθεί | να έχεις υπερχρεωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερχρεωθεί | είχε υπερχρεωθεί | θα έχει υπερχρεωθεί | να έχει υπερχρεωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερχρεωθεί | είχαμε υπερχρεωθεί | θα έχουμε υπερχρεωθεί | να έχουμε υπερχρεωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερχρεωθεί | είχατε υπερχρεωθεί | θα έχετε υπερχρεωθεί | να έχετε υπερχρεωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερχρεωθεί | είχαν υπερχρεωθεί | θα έχουν υπερχρεωθεί | να έχουν υπερχρεωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υπερχρεωμένος - είμαστε, είστε, είναι υπερχρεωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υπερχρεωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υπερχρεωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υπερχρεωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υπερχρεωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υπερχρεωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υπερχρεωμένοι | |||||
{[clear}}
Μεταφράσεις
υπερχρεώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.