υποθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποθήκη | οι | υποθήκες |
| γενική | της | υποθήκης | των | υποθηκών |
| αιτιατική | την | υποθήκη | τις | υποθήκες |
| κλητική | υποθήκη | υποθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποθήκη < ὑποτίθημι < ὑπό + τίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + -θήκη
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐θή‐κη
Ουσιαστικό
υποθήκη θηλυκό
- (νομικός όρος) δέσμευση ακίνητης περιουσίας ως εγγύηση για την εξόφληση χρέους
- ↪ έβαλα υποθήκη το σπίτι μας για να πάρω το δάνειο
- η συμβουλή ή παραίνεση και ιδιαίτερα οι συμβουλές που αφήνει ένας πατέρας στον γιο του ή ένας πολιτικός ηγέτης στο λαό του ύστερα από το θάνατο του
- (μεταφορικά) κάτι το οποίο θα έχει αρνητική εξέλιξη ή θα επηρεάσει αρνητικά το μέλλον
- → δείτε και τη λέξη παρακαταθήκη
Πολυλεκτικοί όροι
- βιβλίο υποθηκών: το βιβλίο στο οποίο γίνεται η επίσημη καταγραφή των υποθηκών
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.