υποθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποθήκη οι υποθήκες
      γενική της υποθήκης των υποθηκών
    αιτιατική την υποθήκη τις υποθήκες
     κλητική υποθήκη υποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποθήκη < ὑποτίθημι < ὑπό + τίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + -θήκη

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποθήκη

Ουσιαστικό

υποθήκη θηλυκό

  1. (νομικός όρος) δέσμευση ακίνητης περιουσίας ως εγγύηση για την εξόφληση χρέους
    έβαλα υποθήκη το σπίτι μας για να πάρω το δάνειο
  2. η συμβουλή ή παραίνεση και ιδιαίτερα οι συμβουλές που αφήνει ένας πατέρας στον γιο του ή ένας πολιτικός ηγέτης στο λαό του ύστερα από το θάνατο του
  3. (μεταφορικά) κάτι το οποίο θα έχει αρνητική εξέλιξη ή θα επηρεάσει αρνητικά το μέλλον
     δείτε και τη λέξη παρακαταθήκη

Πολυλεκτικοί όροι

  • βιβλίο υποθηκών: το βιβλίο στο οποίο γίνεται η επίσημη καταγραφή των υποθηκών

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υπό και θέτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.