-ώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-ώνω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νω

Επίθημα

-ώνω (παθητική φωνή: -ώνομαι)

  • Κατηγορία:Ρήματα σε -ώνω (νέα ελληνικά)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.