επιβαρύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιβαρύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβαρύνω < ἐπί + αρχαία ελληνική βαρύνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aggraver ή από τη γερμανική belasten) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.vaˈɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βα‐ρύ‐νω
Ρήμα
επιβαρύνω, πρτ.: επιβάρυνα, αόρ.: επιβάρυνα, παθ.φωνή: επιβαρύνομαι, π.αόρ.: απιβαρύνθηκα, μτχ.π.π.: επιβαρυμένος
- (κυριολεκτικά, σπάνιο) προσθέτω βάρος, βαρύνω
- κάνω κάτι χειρότερο
- (μεταφορικά) ενοχλώ, δυσχεραίνω
- (μεταφορικά) αυξάνω (το χρέος, το αρχικό ποσό κ.λπ.), χρεώνω περισσότερα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιβαρύνω | επιβάρυνα | θα επιβαρύνω | να επιβαρύνω | επιβαρύνοντας | |
| β' ενικ. | επιβαρύνεις | επιβάρυνες | θα επιβαρύνεις | να επιβαρύνεις | επιβάρυνε | |
| γ' ενικ. | επιβαρύνει | επιβάρυνε | θα επιβαρύνει | να επιβαρύνει | ||
| α' πληθ. | επιβαρύνουμε | επιβαρύναμε | θα επιβαρύνουμε | να επιβαρύνουμε | ||
| β' πληθ. | επιβαρύνετε | επιβαρύνατε | θα επιβαρύνετε | να επιβαρύνετε | επιβαρύνετε | |
| γ' πληθ. | επιβαρύνουν(ε) | επιβάρυναν επιβαρύναν(ε) |
θα επιβαρύνουν(ε) | να επιβαρύνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιβάρυνα | θα επιβαρύνω | να επιβαρύνω | επιβαρύνει | ||
| β' ενικ. | επιβάρυνες | θα επιβαρύνεις | να επιβαρύνεις | επιβάρυνε | ||
| γ' ενικ. | επιβάρυνε | θα επιβαρύνει | να επιβαρύνει | |||
| α' πληθ. | επιβαρύναμε | θα επιβαρύνουμε | να επιβαρύνουμε | |||
| β' πληθ. | επιβαρύνατε | θα επιβαρύνετε | να επιβαρύνετε | επιβαρύντε | ||
| γ' πληθ. | επιβάρυναν επιβαρύναν(ε) |
θα επιβαρύνουν(ε) | να επιβαρύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιβαρύνει | είχα επιβαρύνει | θα έχω επιβαρύνει | να έχω επιβαρύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιβαρύνει | είχες επιβαρύνει | θα έχεις επιβαρύνει | να έχεις επιβαρύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιβαρύνει | είχε επιβαρύνει | θα έχει επιβαρύνει | να έχει επιβαρύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιβαρύνει | είχαμε επιβαρύνει | θα έχουμε επιβαρύνει | να έχουμε επιβαρύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιβαρύνει | είχατε επιβαρύνει | θα έχετε επιβαρύνει | να έχετε επιβαρύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιβαρύνει | είχαν επιβαρύνει | θα έχουν επιβαρύνει | να έχουν επιβαρύνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιβαρύνομαι | επιβαρυνόμουν(α) | θα επιβαρύνομαι | να επιβαρύνομαι | ||
| β' ενικ. | επιβαρύνεσαι | επιβαρυνόσουν(α) | θα επιβαρύνεσαι | να επιβαρύνεσαι | ||
| γ' ενικ. | επιβαρύνεται | επιβαρυνόταν(ε) | θα επιβαρύνεται | να επιβαρύνεται | ||
| α' πληθ. | επιβαρυνόμαστε | επιβαρυνόμαστε επιβαρυνόμασταν |
θα επιβαρυνόμαστε | να επιβαρυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | επιβαρύνεστε | επιβαρυνόσαστε επιβαρυνόσασταν |
θα επιβαρύνεστε | να επιβαρύνεστε | (επιβαρύνεστε) | |
| γ' πληθ. | επιβαρύνονται | επιβαρύνονταν επιβαρυνόντουσαν |
θα επιβαρύνονται | να επιβαρύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιβαρύνθηκα | θα επιβαρυνθώ | να επιβαρυνθώ | επιβαρυνθεί | ||
| β' ενικ. | επιβαρύνθηκες | θα επιβαρυνθείς | να επιβαρυνθείς | επιβαρύνσου | ||
| γ' ενικ. | επιβαρύνθηκε | θα επιβαρυνθεί | να επιβαρυνθεί | |||
| α' πληθ. | επιβαρυνθήκαμε | θα επιβαρυνθούμε | να επιβαρυνθούμε | |||
| β' πληθ. | επιβαρυνθήκατε | θα επιβαρυνθείτε | να επιβαρυνθείτε | επιβαρυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | επιβαρύνθηκαν επιβαρυνθήκαν(ε) |
θα επιβαρυνθούν(ε) | να επιβαρυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιβαρυνθεί | είχα επιβαρυνθεί | θα έχω επιβαρυνθεί | να έχω επιβαρυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις επιβαρυνθεί | είχες επιβαρυνθεί | θα έχεις επιβαρυνθεί | να έχεις επιβαρυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιβαρυνθεί | είχε επιβαρυνθεί | θα έχει επιβαρυνθεί | να έχει επιβαρυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιβαρυνθεί | είχαμε επιβαρυνθεί | θα έχουμε επιβαρυνθεί | να έχουμε επιβαρυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιβαρυνθεί | είχατε επιβαρυνθεί | θα έχετε επιβαρυνθεί | να έχετε επιβαρυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιβαρυνθεί | είχαν επιβαρυνθεί | θα έχουν επιβαρυνθεί | να έχουν επιβαρυνθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ς - είμαστε, είστε, είναι ι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ς - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ς - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ς - να είμαστε, να είστε, να είναι ι | |||||
Μεταφράσεις
προσθέτω βάρος
|
(μεταφορικές σημασίες
|
Αναφορές
- επιβαρύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.