υποχρεώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποχρεώνω < υπόχρεος + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obliger)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.xɾeˈo.no/
Ρήμα
υποχρεώνω (παθητική φωνή: υποχρεώνομαι, (λόγιο) υποχρεούμαι)
- εξαναγκάζω, επιβάλλω
- δεσμεύω
- κάνω σε κάποιον μια χάρη ή εκδούλευση κι αυτός αισθάνεται ευγνωμοσύνη και την ανάγκη να μου το ξεπληρώσει
Εκφράσεις
- μας υποχρέωσες: (ειρωνικό) έχω απογοητευτεί, γιατί περίμενα καλύτερη συμπεριφορά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποχρεώνω | υποχρέωνα | θα υποχρεώνω | να υποχρεώνω | υποχρεώνοντας | |
| β' ενικ. | υποχρεώνεις | υποχρέωνες | θα υποχρεώνεις | να υποχρεώνεις | υποχρέωνε | |
| γ' ενικ. | υποχρεώνει | υποχρέωνε | θα υποχρεώνει | να υποχρεώνει | ||
| α' πληθ. | υποχρεώνουμε | υποχρεώναμε | θα υποχρεώνουμε | να υποχρεώνουμε | ||
| β' πληθ. | υποχρεώνετε | υποχρεώνατε | θα υποχρεώνετε | να υποχρεώνετε | υποχρεώνετε | |
| γ' πληθ. | υποχρεώνουν(ε) | υποχρέωναν υποχρεώναν(ε) |
θα υποχρεώνουν(ε) | να υποχρεώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποχρέωσα | θα υποχρεώσω | να υποχρεώσω | υποχρεώσει | ||
| β' ενικ. | υποχρέωσες | θα υποχρεώσεις | να υποχρεώσεις | υποχρέωσε | ||
| γ' ενικ. | υποχρέωσε | θα υποχρεώσει | να υποχρεώσει | |||
| α' πληθ. | υποχρεώσαμε | θα υποχρεώσουμε | να υποχρεώσουμε | |||
| β' πληθ. | υποχρεώσατε | θα υποχρεώσετε | να υποχρεώσετε | υποχρεώστε | ||
| γ' πληθ. | υποχρέωσαν υποχρεώσαν(ε) |
θα υποχρεώσουν(ε) | να υποχρεώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποχρεώσει | είχα υποχρεώσει | θα έχω υποχρεώσει | να έχω υποχρεώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποχρεώσει | είχες υποχρεώσει | θα έχεις υποχρεώσει | να έχεις υποχρεώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποχρεώσει | είχε υποχρεώσει | θα έχει υποχρεώσει | να έχει υποχρεώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποχρεώσει | είχαμε υποχρεώσει | θα έχουμε υποχρεώσει | να έχουμε υποχρεώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποχρεώσει | είχατε υποχρεώσει | θα έχετε υποχρεώσει | να έχετε υποχρεώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποχρεώσει | είχαν υποχρεώσει | θα έχουν υποχρεώσει | να έχουν υποχρεώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υποχρεωμένος - είμαστε, είστε, είναι υποχρεωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υποχρεωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υποχρεωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υποχρεωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υποχρεωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υποχρεωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υποχρεωμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.