παροχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παροχή | οι | παροχές |
| γενική | της | παροχής | των | παροχών |
| αιτιατική | την | παροχή | τις | παροχές |
| κλητική | παροχή | παροχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παροχή < αρχαία ελληνική παροχή
Ουσιαστικό
παροχή θηλυκό
- είναι ο όγκος του ρευστού,υγρού ή αέριου ο οποίος διέρχεται από έναν αγωγό στη μονάδα του χρόνου.
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.