ξεχρεώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεχρεώνω
- εξοφλώ χρέη (ξεχρεώνω εγώ)
- διαγράφω ένα αντικείμενο ή μια εργασία που είχα αναθέσει σε κάποιον είτε επειδή την ολοκλήρωσε είτε επειδή τη χρεώνω σε άλλον
- διαγράφω χρέος που είχε κάποιος σε εμένα (τον ξεχρεώνω)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεχρεώνω | ξεχρέωνα | θα ξεχρεώνω | να ξεχρεώνω | ξεχρεώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεχρεώνεις | ξεχρέωνες | θα ξεχρεώνεις | να ξεχρεώνεις | ξεχρέωνε | |
| γ' ενικ. | ξεχρεώνει | ξεχρέωνε | θα ξεχρεώνει | να ξεχρεώνει | ||
| α' πληθ. | ξεχρεώνουμε | ξεχρεώναμε | θα ξεχρεώνουμε | να ξεχρεώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεχρεώνετε | ξεχρεώνατε | θα ξεχρεώνετε | να ξεχρεώνετε | ξεχρεώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεχρεώνουν(ε) | ξεχρέωναν ξεχρεώναν(ε) |
θα ξεχρεώνουν(ε) | να ξεχρεώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεχρέωσα | θα ξεχρεώσω | να ξεχρεώσω | ξεχρεώσει | ||
| β' ενικ. | ξεχρέωσες | θα ξεχρεώσεις | να ξεχρεώσεις | ξεχρέωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεχρέωσε | θα ξεχρεώσει | να ξεχρεώσει | |||
| α' πληθ. | ξεχρεώσαμε | θα ξεχρεώσουμε | να ξεχρεώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεχρεώσατε | θα ξεχρεώσετε | να ξεχρεώσετε | ξεχρεώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεχρέωσαν ξεχρεώσαν(ε) |
θα ξεχρεώσουν(ε) | να ξεχρεώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεχρεώσει | είχα ξεχρεώσει | θα έχω ξεχρεώσει | να έχω ξεχρεώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεχρεώσει | είχες ξεχρεώσει | θα έχεις ξεχρεώσει | να έχεις ξεχρεώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεχρεώσει | είχε ξεχρεώσει | θα έχει ξεχρεώσει | να έχει ξεχρεώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεχρεώσει | είχαμε ξεχρεώσει | θα έχουμε ξεχρεώσει | να έχουμε ξεχρεώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεχρεώσει | είχατε ξεχρεώσει | θα έχετε ξεχρεώσει | να έχετε ξεχρεώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεχρεώσει | είχαν ξεχρεώσει | θα έχουν ξεχρεώσει | να έχουν ξεχρεώσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεχρεώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.