ξεχρεώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεχρεώνω < ξε + χρεώνω

Ρήμα

ξεχρεώνω

  1. εξοφλώ χρέη (ξεχρεώνω εγώ)
  2. διαγράφω ένα αντικείμενο ή μια εργασία που είχα αναθέσει σε κάποιον είτε επειδή την ολοκλήρωσε είτε επειδή τη χρεώνω σε άλλον
  3. διαγράφω χρέος που είχε κάποιος σε εμένα (τον ξεχρεώνω)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.