πιστοχρέωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιστοχρέωση οι πιστοχρεώσεις
      γενική της πιστοχρέωσης* των πιστοχρεώσεων
    αιτιατική την πιστοχρέωση τις πιστοχρεώσεις
     κλητική πιστοχρέωση πιστοχρεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιστοχρεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιστοχρέωση < πιστοχρεώνω + -ση

Ουσιαστικό

πιστοχρέωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.