χρησιμοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρησιμοποιήσιμος | η | χρησιμοποιήσιμη | το | χρησιμοποιήσιμο |
| γενική | του | χρησιμοποιήσιμου | της | χρησιμοποιήσιμης | του | χρησιμοποιήσιμου |
| αιτιατική | τον | χρησιμοποιήσιμο | τη | χρησιμοποιήσιμη | το | χρησιμοποιήσιμο |
| κλητική | χρησιμοποιήσιμε | χρησιμοποιήσιμη | χρησιμοποιήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρησιμοποιήσιμοι | οι | χρησιμοποιήσιμες | τα | χρησιμοποιήσιμα |
| γενική | των | χρησιμοποιήσιμων | των | χρησιμοποιήσιμων | των | χρησιμοποιήσιμων |
| αιτιατική | τους | χρησιμοποιήσιμους | τις | χρησιμοποιήσιμες | τα | χρησιμοποιήσιμα |
| κλητική | χρησιμοποιήσιμοι | χρησιμοποιήσιμες | χρησιμοποιήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρησιμοποιήσιμος < χρησιμοποιώ
Επίθετο
χρησιμοποιήσιμος
- που μπορείς να κάνεις χρήση του, δεν έχει χαλάσει, αντέχει ακομα, ή που γενικά μπορεί να αξιοποιηθεί σε κάτι χρήσιμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.