χρηστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρηστός | η | χρηστή | το | χρηστό |
| γενική | του | χρηστού | της | χρηστής | του | χρηστού |
| αιτιατική | τον | χρηστό | τη | χρηστή | το | χρηστό |
| κλητική | χρηστέ | χρηστή | χρηστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρηστοί | οι | χρηστές | τα | χρηστά |
| γενική | των | χρηστών | των | χρηστών | των | χρηστών |
| αιτιατική | τους | χρηστούς | τις | χρηστές | τα | χρηστά |
| κλητική | χρηστοί | χρηστές | χρηστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾiˈstos/
Επίθετο
χρηστός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χρηστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.