χρηστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηστός η χρηστή το χρηστό
      γενική του χρηστού της χρηστής του χρηστού
    αιτιατική τον χρηστό τη χρηστή το χρηστό
     κλητική χρηστέ χρηστή χρηστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηστοί οι χρηστές τα χρηστά
      γενική των χρηστών των χρηστών των χρηστών
    αιτιατική τους χρηστούς τις χρηστές τα χρηστά
     κλητική χρηστοί χρηστές χρηστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρηστός < αρχαία ελληνική χρηστός (αίσιος, χρήσιμος αλλά και σπανίως απλοϊκός) < χράομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈstos/

Επίθετο

χρηστός

  1. (για πρόσωπο) ηθικός, ενάρετος, έντιμος
  2. που ταιριάζει σε έναν τέτοιο άνθρωπο
    τα χρηστά ήθη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.