χρησιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρησιμότητα | οι | χρησιμότητες |
| γενική | της | χρησιμότητας | των | χρησιμοτήτων |
| αιτιατική | τη | χρησιμότητα | τις | χρησιμότητες |
| κλητική | χρησιμότητα | χρησιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χρησιμότητα θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ιδιότητα του χρήσιμου
- Δεν καταλαβαίνω τη χρησιμότητα αυτής της συσκευής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.