βοηθητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοηθητικός η βοηθητική το βοηθητικό
      γενική του βοηθητικού της βοηθητικής του βοηθητικού
    αιτιατική τον βοηθητικό τη βοηθητική το βοηθητικό
     κλητική βοηθητικέ βοηθητική βοηθητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοηθητικοί οι βοηθητικές τα βοηθητικά
      γενική των βοηθητικών των βοηθητικών των βοηθητικών
    αιτιατική τους βοηθητικούς τις βοηθητικές τα βοηθητικά
     κλητική βοηθητικοί βοηθητικές βοηθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βοηθητικός < αρχαία ελληνική βοηθητικός

Επίθετο

βοηθητικός, -ή, -ό

  1. που βοηθάει
  2. που έχει σκοπό την παροχή βοήθειας
  3. που είναι δευτερεύων, που δεν είναι κύριος
  4. (στο στρατό) ο στρατιώτης που για λόγους υγείας δεν μπορεί να φέρει όπλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.