χρησιμοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρησιμοποίηση | οι | χρησιμοποιήσεις |
| γενική | της | χρησιμοποίησης* | των | χρησιμοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | χρησιμοποίηση | τις | χρησιμοποιήσεις |
| κλητική | χρησιμοποίηση | χρησιμοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χρησιμοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρησιμοποίηση < (καθαρεύουσα) χρησιμοποίησις < χρησιμοποιώ + -σις
Ουσιαστικό
χρησιμοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρησιμοποιώ
- η μεταχείριση, η χρήση
- η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο χειρισμός μιας κατάστασης με τέτοιο τρόπο ώστε ένας άνθρωπος να χρησιμοποιηθεί σαν αντικείμενο προς χρήση ή σαν ζώο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.