χρησιμοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρησιμοποίηση οι χρησιμοποιήσεις
      γενική της χρησιμοποίησης* των χρησιμοποιήσεων
    αιτιατική τη χρησιμοποίηση τις χρησιμοποιήσεις
     κλητική χρησιμοποίηση χρησιμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρησιμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρησιμοποίηση < (καθαρεύουσα) χρησιμοποίησις < χρησιμοποιώ + -σις

Ουσιαστικό

χρησιμοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.