έγκυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έγκυρος η έγκυρη το έγκυρο
      γενική του έγκυρου της έγκυρης του έγκυρου
    αιτιατική τον έγκυρο την έγκυρη το έγκυρο
     κλητική έγκυρε έγκυρη έγκυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έγκυροι οι έγκυρες τα έγκυρα
      γενική των έγκυρων των έγκυρων των έγκυρων
    αιτιατική τους έγκυρους τις έγκυρες τα έγκυρα
     κλητική έγκυροι έγκυρες έγκυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έγκυρος < εν- + κύρος

Επίθετο

έγκυρος

  1. που ισχύει και πληροί όλες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις ώστε να είναι αποδεκτός από νομική άποψη
     αντώνυμα: άκυρος
  2. που έχει κύρος, αξιόπιστος
    από έγκυρες πηγές έγινε γνωστό ότι ...

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.