έγκυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έγκυρος | η | έγκυρη | το | έγκυρο |
| γενική | του | έγκυρου | της | έγκυρης | του | έγκυρου |
| αιτιατική | τον | έγκυρο | την | έγκυρη | το | έγκυρο |
| κλητική | έγκυρε | έγκυρη | έγκυρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έγκυροι | οι | έγκυρες | τα | έγκυρα |
| γενική | των | έγκυρων | των | έγκυρων | των | έγκυρων |
| αιτιατική | τους | έγκυρους | τις | έγκυρες | τα | έγκυρα |
| κλητική | έγκυροι | έγκυρες | έγκυρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
έγκυρος
- που ισχύει και πληροί όλες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις ώστε να είναι αποδεκτός από νομική άποψη
- που έχει κύρος, αξιόπιστος
- από έγκυρες πηγές έγινε γνωστό ότι ...
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κύρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.