υγρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγρότητα οι υγρότητες
      γενική της υγρότητας των υγροτήτων
    αιτιατική την υγρότητα τις υγρότητες
     κλητική υγρότητα υγρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγρότητα < αρχαία ελληνική ὑγρότης < ὑγρός + -ότης (> -ότητα)

Ουσιαστικό

υγρότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του υγρού
  2. η ύπαρξη υγρασίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.